- ἡγεμόνευσε
- ἡγεμονεύωlead the wayaor ind act 3rd sgἡγεμονεύωlead the wayaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άνχαλτ — (Anhalt). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (2.314 τ. χλμ.), πρώην ανεξάρτητο δουκάτο της κεντρικήςΓερμανίας, που περιλάμβανε εδάφη και στις δύο όχθες του ποταμού Έλβα, του ποταμού Ζάαλε και στις βόρειες παρυφές του όρους Χαρτς. Στην περιοχή του Ά.… … Dictionary of Greek
Γατελούζοι ή Κατελούζοι — Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος της μεγάλης γενοβέζικης οικογένειας των Γκατιλούζιο (Gattilusio), που ηγεμόνευσε στη Λέσβο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους, από τα μέσα του 14ου αι. έως το 1462. Κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: 1.… … Dictionary of Greek
Ιλχανίδες — Μογγολική δυναστεία. Ηγεμόνευσε κατά την περίοδο 1251 1335, στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στους ποταμούς Αμού Νταριά και Ευφράτη. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας των Ι., η Περσία χαρακτηρίστηκε από πνευματική άνθηση. Η δυναστεία των I.… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Κατελούζοι — (Cateluzzi). Γενοβέζικη οικογένεια, που ηγεμόνευσε στη Λέσβο από τα μέσα του 14ου αι. έως την επόμενη δεκαετία από την Άλωση. Βλ. λ. Γατελούζοι ή Κατελούζοι … Dictionary of Greek
Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… … Dictionary of Greek
Λεοπόλδος του Μπάμπενμπουργκ — Όνομα μαργράβων (τίτλος ευγενείας και το αξίωμα του διοικητή παραμεθόριων περιοχών στην Ευρώπη, ανάλογο με τον βυζαντινό ακρίτα) της Αυστρίας, μελών του οίκου των Μπάμπενμπουργκ, ο οποίος ηγεμόνευσε στην Αυστρία από το 976 έως το 1246, με έδρα το … Dictionary of Greek
Σανούδος — Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Βενετίας, η οποία ηγεμόνευσε στις Κυκλάδες. 1. Μάρκος (1153 1227). Πήρε μέρος μαζί με το δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο στη Δ’ Σταυροφορία, και μετά τη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους,… … Dictionary of Greek
Τρουπάκης — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Μάνης, η οποία είναι κλάδος των Παλαιολόγων του Μιστρά, γενάρχης της οποίας ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Αυτός, εξαιτίας της καταγωγής του και των προσωπικών του ικανοτήτων, έγινε πρωτόγερος στην Ανδρούβιστα, με… … Dictionary of Greek